μουντζούρης

μουντζούρης
ο
αυτός που είναι λερωμένος στο πρόσωπο: Καθάρισα το τζάκι κι έγινα μουντζούρης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μουντζούρης — και μουτζούρης και μουζούρης, ο [μουντζούρα] 1. άνθρωπος μουντζουρωμένος, λερωμένος με μουντζούρα 2. μτφ. ντροπιασμένος 3. διασκεδαστικό παιχνίδι τής τράπουλας, κατά το οποίο ο χαμένος υποχρεώνεται να υποστεί μουντζούρωμα στο πρόσωπο …   Dictionary of Greek

  • καρβουνιάρης — ο, θηλ. καρβουνιάρισσα (Μ καρβουνιάρης, θηλ. καρβουνιάρισσα και καρβουνάρης, θηλ. καρβουνάρισσα) 1. αυτός που παρασκευάζει κάρβουνα 2. αυτός που πουλάει κάρβουνα, καρβουνοπώλης 3. μτφ. μαύρος από καρβουνόσκονη, από καπνιά, μουντζούρης,… …   Dictionary of Greek

  • μουτζούρης — α, ικο βλ. μουντζούρης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”